Home > Blossary: Architecture contemporaine
Base de données terminologique créée dans le cadre du cours de terminologie du Master2 DTIC à l'UBS de Vannes, France.

Category:

4 Terms

Created by: Kizsok

Number of Blossarys: 1

My Terms
Collected Terms

En konkurranse for noen premie, ære eller fordel. i byggebransjen en arkitektur konkurransen er en konkurranse mellom arkitekter for å få en pris for konseptuelt arbeid eller en ordre for å gjøre en bygning.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση έργου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Kommersiell organisasjon som gir et sett med tjenester i arkitekturen. Den oftens samler flere arkitekter.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

spesiell prosedyre for å generere konkurrerende tilbud fra ulike bidders ute for å få en pris for forretningsaktivitet i arkitektur, design, planlegging av byen eller landskapsarkitektur.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ειδική διαδικασία για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικούς υποψηφίους που επιθυμούν να εκτελέσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού, της πολεοδομίας ή της αρχιτεκτονικής τοπίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En arbeidstaker som har spesialkompetanse innen byggebransjen. En byggmester kan være mas, elektriker, rørlegger, Kopier, tømrer...

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Tre er et produkt av trær, og noen ganger andre fibrøst planter, som brukes til bygging formål når kutte på eller nedfelt i trelast og tømmer, for eksempel oppslagstavler, planker og lignende materialer.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το ξύλο είναι προϊόν που προέρχεται από δέντρα ή και άλλα ινώδη φυτά, και χρησιμοποιείται για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν κοπεί ή συμπιεστεί σε ξυλεία και ξύλο, όπως σανίδες, μαδέρια και παρόμοια υλικά.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Betong er sammensatt byggemateriale laget av kombinasjonen av aggregerte eller en dokumentordner for eksempel sement.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En snekker (builder) er en dyktig craftsperson som utfører snekker. Snekkere arbeid med tømmer å konstruere, installere og vedlikeholde bygninger, møbler og andre objekter. Arbeidet kan innebære manuell arbeidskraft og arbeide utendørs.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας ξυλουργός (οικοδόμος) είναι ένα εξειδικευμένο τεχνίτης που ασκεί την ξυλουργική. Οι ξυλουργοί δουλεύουν με το ξύλο για να κατασκευάσουν, να εγκαταστήσουν και να συντηρούν κτίρια, έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Η εργασία τους μπορεί να περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και εργασία σε εξωτερικούς χώρους.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En byggmester som er spesialisert i å gjøre tak, footings og ytre værfast hud, som funnet på mest innenriks arkitektur.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας οικοδόμος που ειδικεύεται στην κατασκευή στεγών, σκελετού και εξωτερικού πετσώματος, που έχουν εφαρμογή στην αρχιτεκτονική κατοικιών.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Post angående eierskap, besittelse eller andre rettigheter i land gir bevis på tittel, forenkle transaksjoner, og for å hindre ulovlig salg, som vanligvis er redigert av en statlig kontor eller en avdeling.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Μητρώο που καταγράφει την κυριότητα, την κατοχή ή άλλα δικαιώματα σε γη, με σκοπό να αποδεικνύει την κυριότητα, να διευκολύνει τις συναλλαγές και να αποτρέπει την παράνομη διάθεση. Συνήθως εκδίδεται από ένα κυβερνητικό οργανισμό ή υπηρεσία.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. (usually plural) møbler og utstyr 2. å gjøre eller å bli egnet; justere omstendigheter

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. (Συνήθως στον πληθυντικό), επίπλωση και εξοπλισμός 2. το να φτιάχνεις ή να καθιστάς κατάλληλο, το να προσαρμόζεσαι στις περιστάσεις.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

et område som er merket for administrativ eller andre formål

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

μια περιοχή που έχει σημανθεί για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. I eller karakteristisk for en by eller byliv. 2. Om eller angående en by eller et tett befolket område.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1.Ευρισκόμενος ή χαρακτηριστικός μιας πόλης ή της ζωής στην πόλη. 2. Σχετικός με μια πόλη ή με μια πυκνοκατοικημένη περιοχή.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. knyttet til landsbygda 2. levende i eller karakteristisk for landbruk eller landet liv

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Den administrative kontorer av en kommunale virksomheter

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Τα διοικητικά γραφεία μιας δημοτικής διακυβέρνησης.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En engenier i kostnad med byens planlegging, som er oppgraderer transporter, livet, bolig på en by.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας μηχανικός αρμόδιος για την πολεοδόμηση, δηλαδή για τη την αναβάθμιση των μεταφορών, της ζωής, της στέγασης σε μια πόλη.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En engenier som ordner funksjonene i liggende eller hage beliggande. Han har plass til landskapet i henhold til historien om området, eksisterende bygninger, hensikten med området.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας μηχανικός που διευθετεί με ελκυστικό τρόπο τα χαρακτηριστικά του τοπίου ή του κήπου. Προσαρμόζει το τοπίο, σύμφωνα με την ιστορία της περιοχής, τα υπάρχοντα κτίρια, το σκοπό της περιοχής.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Vinneren av en arkitektur konkurransen får i oppdrag å realisere en arkitektonisk prosjekt.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο νικητής ενός διαγωνισμού αρχιτεκτονικής παίρνει την εντολή να υλοποιήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En formell organisasjon av arkitekter, der målet er å informere og å skrive tekster som styrer yrket.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Μια επίσημη οργάνωση αρχιτεκτόνων, που στόχο έχει να ενημερώνει και να παράγει κείμενα που διέπουν το επάγγελμα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Prosessen med planlegging, organisering, bemanning, regi og kontrollere produksjonen av en bygning.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης, στελέχωσης, διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγής ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Alle stykke arbeid som er foretatt eller forsøkt. i arkitektur brukes prosjektet du denominate realisering av en bygning.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κάθε εργασία που έχει αναληφθεί ή επιχειρείται να αναληφθεί. Στην αρχιτεκτονική ο όρος "έργο" χρησιμοποιείται για να κατονομάσει την υλοποίηση ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Handler om arbeider ut form av noe (som ved å gjøre en skisse eller disposisjon eller handlingsplan).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πράξη της επεξεργασίας της μορφής (κάνοντας ένα σκίτσο ή το σκιαγραφώντας ένα σχέδιο).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Møbler, organer som gjør et rom eller andre område klar for bruk.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εξοπλισμός με έπιπλα και όργανα που καθιστούν ένα δωμάτιο ή ένα οποιοδήποτε χώρο έτοιμο προς κατοίκηση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[adj] ligger innenfor eller egnet for innenfor en bygning [n] indre eller omsluttet overflaten av noe

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Stål er en legering som består hovedsakelig av jern og karbon.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Skifer er en spesifiserte, foliated, homogen Metamorf bergart avledet fra en opprinnelige Marcellus-type sedimentær bergart består av leire- eller vulkansk aske gjennom piratkopier av lav kvalitet regionale metamorphism.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο σχιστόλιθος είναι ένα λεπτόκοκκο, ομοιογενές μεταμορφωσιγενές πέτρωμα, σε φύλλα, το οποίο προέρχεται από ένα πρωτότυπο αργιλικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο ή ηφαιστειακή τέφρα, μέσω χαμηλής ποιότητας μεταμορφωσιγένειας.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

I mange bygninger som og industri brukes en SKIVE, støttet på stiftelser eller direkte i sub-jord, til å konstruere i første etasje av en bygning

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Σε πολλές κατοικίες και σε βιομηχανικά κτίρια μια πλάκα, υποστηριζόμενη από τη θεμελίωση ή τοποθετημένη απευθείας στο έδαφος, χρησιμοποιείται για την κατασκευή του ισογείου ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Fasader er den ytre dekker eller utside av et hus som er ment å felle vann og beskytte mot virkningene av været. På en bygning at bruker fasader, den kan fungere som et nøkkelelement i estetisk skjønnhet strukturen og direkte påvirke sin egenskapsverdien.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Πέτσωμα είναι το εξωτερικό περίβλημα ή η επένδυση ενός σπιτιού που έχει ως στόχο να απομακρύνει το νερό και να προστατεύει από τις επιπτώσεις του καιρού. Σε ένα κτήριο που χρησιμοποιείται πέτσωμα, μπορεί να λειτουργεί ως βασικό αισθητικό στοιχείο της κατασκευής και να επηρεάζει άμεσα την αξία του ακινήτου του.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Brukes til å referere til varer anses å påføre minimal eller ingen skade på miljøet.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υλικά που θεωρούνται ότι προκαλούν ελάχιστη ή μηδενική βλάβη στο περιβάλλον.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Belysning er bevisst bruk av lys for å oppnå noen estetiske eller praktisk effekt. Belysning inkluderer bruk av begge kunstige lyskilder for eksempel lamper og naturlig belysning av interiør fra dagslys.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό φως.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Belegg er en dekker som brukes på overflaten av et objekt, vanligvis referert til som substratet. i mange tilfeller belegg brukes til å forbedre overflateegenskaper av substrat, som utseende, vedheft, våt-evne, korrosjonsbeskyttelse, slitasje motstand og motstandsdyktighet mot riper.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Επίχρισμα είναι μια κάλυψη που εφαρμόζεται στην επιφάνεια ενός αντικειμένου και που συνήθως αναφέρεται ως υπόστρωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα επιχρίσματα εφαρμόζονται για να βελτιώσουν τις ιδιότητες της επιφάνειας του υποστρώματος, όπως η εμφάνιση, πρόσφυση, υγρό-ικανότητα, την αντίσταση στη διάβρωση, αντοχή στη φθορά και αντοχή στις γρατζουνιές.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Det er sagt av en bygning, et miljø eller et landskap som eksisterer, er som finnes, og at arkitekten har å håndtere.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Λέγεται για ένα κτίριο, ένα περιβάλλον ή μια διαμόρφωση που ήδη υφίσταται, είναι υπαρκτό, και με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο αρχιτέκτονας.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En bygningen tillegg er en del av en bygning (ett rom eller mer) som er lagt til den eksisterende og originale bygningen.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[adj]: ligger i eller egnet utendørs eller utenfor en bygning # [n] [n]: regionen som er utenfor noe

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Επίθ]: Αυτός που βρίσκεται ή που ταιριάζει στον υπαίθριο ή τον εξωτερικό χώρο ενός κτιρίου # [n] [n]: η περιοχή που βρίσκεται έξω από κάτι

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Tillater ikke vann å passere inn og ut, hindrer lekkasjer.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Αυτός που δεν επιτρέπει στο νερό να περάσει από μέσα, αυτός που εμποδίζει τις διαρροές.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ved siden av en bygning som er sett først, eller Generelt en side av en bygning.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πλευρά του κτιρίου που φαίνεται πρώτη, ή γενικά μια πλευρά ενός κτηρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Utformet for eller tilpasset for en funksjon eller bruk.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Σχεδιασμένο για ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

ramme som støtter en dør eller et vindu (vindusramme).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το πλαίσιο που υποστηρίζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο (κάσα παραθύρου).

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Handler om å beskytte noe ved å omgi det med materiale som reduserer eller hindrer overføring av lyd eller varme eller elektrisitet. Materiale for dette formålet.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται μόνωση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En håndverker som arbeider med stein, murstein, betong. Murverk brukes vanligvis til veggene av bygninger, støttemurer og monumenter

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας τεχνίτης που δουλεύει με πέτρα, τούβλο, μπετόν. Η τοιχοποιία συνήθως χρησιμοποιείται σε τοίχους κτιρίων, τοίχους αντιστήριξης και σε μνημεία

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Arbeidet med det harde mellomrommet, fabrikasjon og installasjon av tilbehør i bygninger med materialer som tre og aluminium.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το έργο του κουφωματά, η κατασκευή και εγκατάσταση εξαρτημάτων στα κτίρια με υλικά όπως το ξύλο και αλουμίνιο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Byggematerialer brukes i byggebransjen for å opprette bygninger. De kan være naturlig: tre, lime, hamp, cellulose, ull og syntetiske: stål, gipse, keramikk, glass, plast, betong.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Τα δομικά υλικά χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο για τη δημιουργία κτιρίων και κατασκευών. Μπορούν να είναι φυσικά υλικά: ξύλο, ασβέστης, σκοινί, κυτταρίνη, μαλλί, και συνθετικά υλικά: χάλυβας, γύψος, κεραμικό, γυαλί, πλαστικό, τσιμέντο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. Loven av å bedre ved å fornye og gjenopprette 2. Delstaten blir gjenopprettet til sin tidligere god stand.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. Η πράξη της βελτίωσης μέσω της ανανέωσης και της αποκατάστασης 2. Η κατάσταση επαναφοράς στην πρότερη καλή κατάσταση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Alle store objekter permanent fast til jordens overflate eller i sin bane, som et resultat av anlegg og ordningen av delene. Det kan være bygninger og nonbuilding strukturer, og menneskeskapte eller dyr-laget.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κάθε μεγάλο αντικείμενο που τοποθετείται μόνιμα στη γήινη επιφάνεια ή στην έκτασή της, ως αποτέλεσμα κατασκευής, καθώς και η διάταξη των μερών της. Μπορεί να υπάρχουν κτιριακές και μη κτιριακές κατασκευές, φτιαγμένες από ανθρώπους ή από ζώα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Utgravning av jorden, som i engineering konstruksjon, som består i å fjerne jorden fra en sloping sted for å gjøre en flat og horisontal bakken.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εκσκαφή της γης, όπως κατά την κατασκευή, η οποία συνίσταται στην απομάκρυνση χώματος από ένα κεκλιμένο χώρο με σκοπό να δημιουργήσει ένα επίπεδο και οριζόντιο έδαφος.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Loven av frisk luft og bli kvitt stygg luft, rundt en lukket plass. En mekanisk system i en bygning som gir frisk luft.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πράξη με την οποία παρέχουμε καθαρό αέρα και απομακρύνουμε τον βρώμικο αέρα από ένα κλειστό χώρο. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Målet med tiltak for å redusere mengden energi kreves for å levere produkter og tjenester: lokale slutten miljøvennlig materiale, stramt Bygningsdesign, inkludert energieffektive windows, well-sealed dører, ekstra termisk isolering av vegger og tak, ventilasjon, kjelleren slabs og stiftelser kan redusere varmetap.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο στόχος των προσπαθειών για τη μείωση του ποσού της ενέργειας που απαιτείται για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών: ντόπια υλικά, φιλικά προς το περιβάλλον, στεγανός σχεδιασμός κτιρίων που περιλαμβάνει: ενεργειακώς αποδοτικά παράθυρα, καλά σφραγισμένα πόρτες, πρόσθετη θερμική μόνωση τοίχων και οροφής, εξαερισμό, πλάκες υπογείου και θεμέλια που μπορούν να μειώσουν την απώλεια θερμότητας.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

En struktur som støtter tak, gulv eller vegger.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Μια δομή που υποστηρίζει την οροφή, το δάπεδο ή τους τοίχους.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Stål er en legering som hovedsaklig består av jern og karbon.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Kommersiell organisasjon som gir et sett med tjenester i arkitekturen. Den oftens samler flere arkitekter.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Member comments


( You can type up to 200 characters )

Poster  
Other Blossarys